- παραρρίνιος
- -α, -οπαραρρινικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παραρρινικός — ή, ό και παραρρίνιος, α, ο 1. αυτός που βρίσκεται δίπλα στη ρίνα, στη μύτη 2. φρ. «παραρρινικοί κόλποι» ανατ. αεροφόρες κοιλότητες, προσαρτημένες στις ρινικές θαλάμες και οι οποίες βρίσκονται στο εσωτερικό τών οστών που τίς περιβάλλουν, αλλ.… … Dictionary of Greek